οσμυλος

οσμυλος
    ὀσμύλος
     Arst. = ὀσμύλη См. οσμυλη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οσμυλος" в других словарях:

  • οσμύλος — Γένος νευρόπτερων εντόμων της οικογένειας των ημεροβιιδών. Είναι μεγάλα ωραία έντομα, που ζουν σε εύκρατες και θερμές χώρες. Έχουν στικτά δαντελλωτά φτερά και ζουν κοντά σε τρεχούμενα νερά, κάτω από φύλλα. Ο ο. ο στικτός αφθονεί στην κεντρική… …   Dictionary of Greek

  • ὀσμύλους — ὄσμυλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσμύλιον — ὀσμύλιον, τὸ (Α) [οσμύλος] 1. υποκορ. τού οσμύλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄζαινα» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»